Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρμεξιά — η [αρμέγω] η ποσότητα του γάλακτος που παίρνουμε σε κάθε άρμεγμα … Dictionary of Greek